περίδρομος

περίδρομος
(I)
ο, ΝΜΑ
στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.)
νεοελλ.
1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού στομάχου, κολικός τού στομάχου
3. μτφ. άνθρωπος ενοχλητικός και φλύαρος («κάθισε ήσυχα, περίδρομε!»)
4. (για παιδί) ζωηρό και άτακτο
5. φρ. α) «έφαγα τον περίδρομο» — έφαγα πάρα πολύ, περισσότερο από όσο αντέχει το στομάχι μου
β) «περίδρομος να σέ κόψει» — να σέ πιάσει κολικόπονος
γ) «βγάλε τον περίδρομο» ή, ως υβριστική προσταγή, «περίδρομος!» — σκάσε, σώπα («περίδρομος, κεφάλα / μη βλαστημήσω το βυζί που σώδωκε το γάλα», Βαλαωρ.)
αρχ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει κυκλικά κάτι
(α. «ἴτυος εὐτόρνοισι περιδρόμοις» — στους καλοδουλεμένους γύρους τής ασπίδας, Ευρ.
β. «περίδρομος τῆς τομῆς» — κυκλική γραμμή που σημείωνε το μέρος τού ακρωτηριασμού σε χειρουργικές επεμβάσεις)
3. ο στίβος, το ορισμένο για τους αγώνες τμήμα σταδίου ή ιπποδρόμου
4. η τροχιά, ο κύκλος που σχηματίζεται από περιστροφή ή περιφορά («τὸν τοῡ ἡλίου περίδρομον»)
5. στον πληθ. οἱ περίδρομοι
(στη Μυτιλήνη) περιοδεύοντες δικαστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τού επιθ. περίδρομος, ενώ κατ' άλλους από περί-δερμος «φλόγωση τού δακτύλου»].
————————
(II)
-ον, θηλ. και περιδρομάς, -άδος, Α
1. αυτός που περιτρέχει, που περιβάλλει κάτι (α. «περίδρομοι ἄντυγες» β. «περίδρομον κύτος» γ. «περιδρόμῳ ἴτυος ἕδρᾳ» — για την περιφέρεια τής ασπίδας
δ. «μίτρης περιδρομάδος» — τής μίτρας που περιζώνει το σώμα)
2. αυτός που περιφέρεται, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί («ἱκέτιν, φυγάδα περίδρομον», Αισχύλ.
β. «περίδρομοι κύνες», Αριστοφ.
γ. «περίδρομος γυνή» — άσεμνη γυναίκα, γυναίκα τού δρόμου, Θέογν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να περιτρέξει ή από τον οποίο μπορεί να περάσει («αὐλὴ περίδρομος»)
4. περικυκλωμένος, περιτριγυρισμένος ([για τη Λακωνία] «κοίλη... ὄρεσι περίδρομος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίδρομος — 1 running round masc/fem nom sg περίδρομος 2 that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδρομος — ο 1. δρόμος γύρω από κάτι. 2. φλεγμονή στο άκρο του δαχτύλου, παρωνυχίδα, κολικόπονος: Να σε κόψει ο περίδρομος (κατάρα). 3. φρ., «Έφαγε τον περίδρομο», τόσο ώστε να τον πιάσει περίδρομος, κολικόπονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίδρομον — περίδρομος 1 running round masc/fem acc sg περίδρομος 1 running round neut nom/voc/acc sg περίδρομος 2 that which surrounds masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδρόμοις — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut dat pl περίδρομος 2 that which surrounds masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδρόμου — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut gen sg περίδρομος 2 that which surrounds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδρόμους — περίδρομος 1 running round masc/fem acc pl περίδρομος 2 that which surrounds masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδρόμων — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut gen pl περίδρομος 2 that which surrounds masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδρόμῳ — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut dat sg περίδρομος 2 that which surrounds masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδρομε — περίδρομος 1 running round masc/fem voc sg περίδρομος 2 that which surrounds masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδρομοι — περίδρομος 1 running round masc/fem nom/voc pl περίδρομος 2 that which surrounds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”